περισσοσοφώ

περισσοσοφώ
-έω, Μ
είμαι πολύ σοφός («τὰ χρησμοδοτήματα τῶν περισσοσοφούντων», Κ. Μανασσ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < περισσός + -σοφῶ (< -σοφος < σοφός), πρβλ. φιλο-σοφώ].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”